αργηστης

αργηστης
    ἀργηστής
    2
    Aesch., Theocr. = ἀργής

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αργηστης" в других словарях:

  • αργηστής — ἀργηστής, ο (Α) αστραφτερός, λαμπερός, λευκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργής, με επίθημα στής. Ο τ. ανήκει σε μια ομάδα παράγωγων λέξεων της μεθομηρικής Ιωνικής σε ηστής (πρβλ. τευχηστής, ερπηστής κ.ά.). Ενδεχόμενη επίδραση της λ. ωμηστής στον τ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • ἀργηστής — ἀργής bright masc nom sg ἀργηστής glancing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργηστάς — ἀργηστά̱ς , ἀργής bright masc acc pl ἀργηστά̱ς , ἀργής bright masc nom sg (epic doric aeolic) ἀργηστά̱ς , ἀργηστής glancing masc acc pl ἀργηστά̱ς , ἀργηστής glancing masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργησταί — ἀργής bright masc nom/voc pl ἀργηστής glancing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργηστήν — ἀργής bright masc acc sg (attic epic ionic) ἀργηστής glancing masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»